- Ἄλεως
- Ἄλεω̆ς , Ἄλευςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀλέως — Ἄλεος masc acc pl (doric) Ἄλευς masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάρδαλις — άλεως, η, ΝΜΑ, πόρδαλις, ὁ, Α παλαιά λόγια ονομασία γένους αιλουροειδών και ειδικότερα τής λεοπάρδαλης και τού οσελότου (α. «πόρδαλις ὁ ἄρσην ἡ δὲ θήλεια πάρδαλις», Απολλώνιου Σοφιστού Λεξικόν β. «πόρδαλιν οἱ ἄλλοι Ἕλληνες Ἀττικοὶ πάρδαλιν»,… … Dictionary of Greek
σεμίδαλις — άλεως, ἡ, ΜΑ, γεν. και άλιος, και άλεος, και άλιδος, Α το σιμιγδάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανατολικό δάνειο (πρβλ. ακκαδ. samīdu «λεπτό αλεύρι»). Τα λατ. simila / similāgo είναι επίσης ανατολικά δάνεια ή δάνεια από την Ελληνική] … Dictionary of Greek
τιγροπάρδαλις — άλεως, ἡ, Μ είδος αιλουροειδούς που υποτίθεται ότι προήλθε από την ένωση τίγρης και πάρδαλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τίγρις + πάρδαλις] … Dictionary of Greek
φίβαλις — άλεως, ἡ, Α 1. είδος συκιάς, η φιβάλεως* 2. μτφ. κάτισχνος άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φιβάλεως) … Dictionary of Greek
χρυσόκαλις — άλεως, ἡ, Α το φυτό παρθένιο … Dictionary of Greek
σίκαλη — η / σήκαλις, άλεως, ΝΜΑ, και λόγιος τ. σίκαλις, άλεως, Ν γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών, που κατατάσσεται στην οικογένεια αγρωστώδη και που το κυριότερο είδος του Secale cereale είναι κοινώς … Dictionary of Greek
καμηλοπάρδαλη — (Αστρον.). Αστερισμός στο βόρειο ημισφαίριο, που βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς της Κασσιόπης, του Περσέα, του Ηνίοχου και της Μεγάλης Άρκτου και σχηματίζεται από τέσσερα αστέρια, μεγέθους κάτω του 4ου. Διεθνώς ονομάζεται Camelopardalis και… … Dictionary of Greek
κροκοδιλοπάρδαλις — κροκοδιλοπάρδαλις, άλεως, ἡ (Α) ονομασία μυθικού ζώου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κροκόδιλος + πάρδαλις «λεοπάρδαλις, πάνθηρας»] … Dictionary of Greek